Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνεκκρούομαι
συνεκλεκτός
συνεκλύω
συνεκπέμπω
συνεκπεράω
συνεκπίνω
συνεκπίπτω
συνεκπλέω
συνεκπνέω
συνεκπονέω
συνεκπορίζω
συνεκποτέα
συνεκπράσσομαι
συνεκσῴζω
συνεκτάσσω
συνεκτέος
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτραχύνομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
View word page
συνεκπορίζω
συνεκπορίζω fut. Attic ιῶ to help in procuring or supplying, τί τινι Xen.

ShortDef

to help in procuring

Debugging

Headword:
συνεκπορίζω
Headword (normalized):
συνεκπορίζω
Headword (normalized/stripped):
συνεκποριζω
IDX:
31331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31366
Key:
sunekpori/zw

Data

{'content': 'συνεκπορίζω\n fut. Attic ιῶ\n to help in procuring or supplying, τί τινι Xen.', 'key': 'sunekpori/zw'}