Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνεκκομίζω
συνεκκόπτω
συνεκκρούομαι
συνεκλεκτός
συνεκλύω
συνεκπέμπω
συνεκπεράω
συνεκπίνω
συνεκπίπτω
συνεκπλέω
συνεκπνέω
συνεκπονέω
συνεκπορίζω
συνεκποτέα
συνεκπράσσομαι
συνεκσῴζω
συνεκτάσσω
συνεκτέος
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτραχύνομαι
View word page
συνεκπνέω
συνεκπνέω fut. -πνεύσομαι to breathe oneʼs last along with another, c. dat., Eur.
ShortDef
to breathe one's last along with
Debugging
Headword:
συνεκπνέω
Headword (normalized):
συνεκπνέω
Headword (normalized/stripped):
συνεκπνεω
IDX:
31329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31364
Key:
sunekpne/w
Data
{'content': 'συνεκπνέω\n fut. -πνεύσομαι\n to breathe oneʼs last along with another, c. dat., Eur.', 'key': 'sunekpne/w'}