Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνεκκαίω
συνεκκλέπτω
συνεκκλησιάζω
συνεκκομίζω
συνεκκόπτω
συνεκκρούομαι
συνεκλεκτός
συνεκλύω
συνεκπέμπω
συνεκπεράω
συνεκπίνω
συνεκπίπτω
συνεκπλέω
συνεκπνέω
συνεκπονέω
συνεκπορίζω
συνεκποτέα
συνεκπράσσομαι
συνεκσῴζω
συνεκτάσσω
συνεκτέος
View word page
συνεκπίνω
συνεκπίνω fut. -πίομαι to drink off together, Xen.

ShortDef

to drink off together

Debugging

Headword:
συνεκπίνω
Headword (normalized):
συνεκπίνω
Headword (normalized/stripped):
συνεκπινω
IDX:
31326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31361
Key:
sunekpi/nw

Data

{'content': 'συνεκπίνω\n fut. -πίομαι\n to drink off together, Xen.', 'key': 'sunekpi/nw'}