Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνεκκαίδεκα
συνεκκαίω
συνεκκλέπτω
συνεκκλησιάζω
συνεκκομίζω
συνεκκόπτω
συνεκκρούομαι
συνεκλεκτός
συνεκλύω
συνεκπέμπω
συνεκπεράω
συνεκπίνω
συνεκπίπτω
συνεκπλέω
συνεκπνέω
συνεκπονέω
συνεκπορίζω
συνεκποτέα
συνεκπράσσομαι
συνεκσῴζω
συνεκτάσσω
View word page
συνεκπεράω
συνεκπεράω fut. άσω to come out together, Xen.

ShortDef

to come out together

Debugging

Headword:
συνεκπεράω
Headword (normalized):
συνεκπεράω
Headword (normalized/stripped):
συνεκπεραω
IDX:
31325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31360
Key:
sunekpera/w

Data

{'content': 'συνεκπεράω\n fut. άσω\n to come out together, Xen.', 'key': 'sunekpera/w'}