Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνεκδύομαι
συνεκθνῄσκω
συνεκκαίδεκα
συνεκκαίω
συνεκκλέπτω
συνεκκλησιάζω
συνεκκομίζω
συνεκκόπτω
συνεκκρούομαι
συνεκλεκτός
συνεκλύω
συνεκπέμπω
συνεκπεράω
συνεκπίνω
συνεκπίπτω
συνεκπλέω
συνεκπνέω
συνεκπονέω
συνεκπορίζω
συνεκποτέα
συνεκπράσσομαι
View word page
συνεκλύω
συνεκλύω Pass. to be dissolved together, Anth.
ShortDef
help to relax, enfeeble; mid. relax, lose force along with
Debugging
Headword:
συνεκλύω
Headword (normalized):
συνεκλύω
Headword (normalized/stripped):
συνεκλυω
IDX:
31323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31358
Key:
suneklu/omai
Data
{'content': 'συνεκλύω\n Pass. to be dissolved together, Anth.', 'key': 'suneklu/omai'}