Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνεκδίδωμι
συνεκδύομαι
συνεκθνῄσκω
συνεκκαίδεκα
συνεκκαίω
συνεκκλέπτω
συνεκκλησιάζω
συνεκκομίζω
συνεκκόπτω
συνεκκρούομαι
συνεκλεκτός
συνεκλύω
συνεκπέμπω
συνεκπεράω
συνεκπίνω
συνεκπίπτω
συνεκπλέω
συνεκπνέω
συνεκπονέω
συνεκπορίζω
συνεκποτέα
View word page
συνεκλεκτός
συνεκλεκτός συν-εκλεκτός, ή, όν chosen along with, τισί NTest.
ShortDef
chosen along with
Debugging
Headword:
συνεκλεκτός
Headword (normalized):
συνεκλεκτός
Headword (normalized/stripped):
συνεκλεκτος
IDX:
31322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31357
Key:
suneklekto/s
Data
{'content': 'συνεκλεκτός\n συν-εκλεκτός, ή, όν\n chosen along with, τισί NTest.', 'key': 'suneklekto/s'}