Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνεκδημέω
συνέκδημος
συνεκδίδωμι
συνεκδύομαι
συνεκθνῄσκω
συνεκκαίδεκα
συνεκκαίω
συνεκκλέπτω
συνεκκλησιάζω
συνεκκομίζω
συνεκκόπτω
συνεκκρούομαι
συνεκλεκτός
συνεκλύω
συνεκπέμπω
συνεκπεράω
συνεκπίνω
συνεκπίπτω
συνεκπλέω
συνεκπνέω
συνεκπονέω
View word page
συνεκκόπτω
συνεκκόπτω fut. ψω to help to cut away, Xen.

ShortDef

to help to cut away

Debugging

Headword:
συνεκκόπτω
Headword (normalized):
συνεκκόπτω
Headword (normalized/stripped):
συνεκκοπτω
IDX:
31320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31355
Key:
sunekko/ptw

Data

{'content': 'συνεκκόπτω\n fut. ψω\n to help to cut away, Xen.', 'key': 'sunekko/ptw'}