Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνεκβιβάζω
συνεκδημέω
συνέκδημος
συνεκδίδωμι
συνεκδύομαι
συνεκθνῄσκω
συνεκκαίδεκα
συνεκκαίω
συνεκκλέπτω
συνεκκλησιάζω
συνεκκομίζω
συνεκκόπτω
συνεκκρούομαι
συνεκλεκτός
συνεκλύω
συνεκπέμπω
συνεκπεράω
συνεκπίνω
συνεκπίπτω
συνεκπλέω
συνεκπνέω
View word page
συνεκκομίζω
συνεκκομίζω fut. Attic ιῶ to carry out along with, Plut. to help in carrying out, help in achieving, Eur.; σ. τινὶ κακά to help one in bearing evils, Eur.

ShortDef

to carry out along with

Debugging

Headword:
συνεκκομίζω
Headword (normalized):
συνεκκομίζω
Headword (normalized/stripped):
συνεκκομιζω
IDX:
31319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31354
Key:
sunekkomi/zw

Data

{'content': 'συνεκκομίζω\n fut. Attic ιῶ\n to carry out along with, Plut.\n to help in carrying out, help in achieving, Eur.; σ. τινὶ κακά to help one in bearing evils, Eur.', 'key': 'sunekkomi/zw'}