Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνεκβαίνω
συνεκβάλλω
συνεκβιβάζω
συνεκδημέω
συνέκδημος
συνεκδίδωμι
συνεκδύομαι
συνεκθνῄσκω
συνεκκαίδεκα
συνεκκαίω
συνεκκλέπτω
συνεκκλησιάζω
συνεκκομίζω
συνεκκόπτω
συνεκκρούομαι
συνεκλεκτός
συνεκλύω
συνεκπέμπω
συνεκπεράω
συνεκπίνω
συνεκπίπτω
View word page
συνεκκλέπτω
συνεκκλέπτω fut. ψω to help to steal away, Eur.; σ. γάμους to help in concealing the marriage, Eur.
ShortDef
to help to steal away
Debugging
Headword:
συνεκκλέπτω
Headword (normalized):
συνεκκλέπτω
Headword (normalized/stripped):
συνεκκλεπτω
IDX:
31317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31352
Key:
sunekkle/ptw
Data
{'content': 'συνεκκλέπτω\n fut. ψω\n to help to steal away, Eur.; σ. γάμους to help in concealing the marriage, Eur.', 'key': 'sunekkle/ptw'}