Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντερανίζω
ἀντεραστής
ἀντεράω
ἀντερείδω
ἀντέρεισις
ἀντείρομαι
ἀντερύομαι
ἀντερῶ
ἀντέρως
ἀντερωτάω
ἀντευεργετέω
ἀντευνοέω
ἀντέχω
ἀντήεις
ἀντήλιος
ἄντην
ἀντήνωρ
ἀντηρέτης
ἀντήρης
ἀντηρίς
ἄντηστις
View word page
ἀντευεργετέω
ἀντευεργετέω to return a kindness, Xen.

ShortDef

to return a kindness

Debugging

Headword:
ἀντευεργετέω
Headword (normalized):
ἀντευεργετέω
Headword (normalized/stripped):
αντευεργετεω
IDX:
3134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3135
Key:
a)nteuergete/w

Data

{'content': 'ἀντευεργετέω\n to return a kindness, Xen.', 'key': 'a)nteuergete/w'}