Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνεισέρχομαι
συνεισπίπτω
συνεισπλέω
συνεισπράσσω
συνεισφέρω
συνεκβαίνω
συνεκβάλλω
συνεκβιβάζω
συνεκδημέω
συνέκδημος
συνεκδίδωμι
συνεκδύομαι
συνεκθνῄσκω
συνεκκαίδεκα
συνεκκαίω
συνεκκλέπτω
συνεκκλησιάζω
συνεκκομίζω
συνεκκόπτω
συνεκκρούομαι
συνεκλεκτός
View word page
συνεκδίδωμι
συνεκδίδωμι fut. -δώσω to give out or give up together Plut. to help a poor man in portioning out his daughter, Dem.
ShortDef
to give out
Debugging
Headword:
συνεκδίδωμι
Headword (normalized):
συνεκδίδωμι
Headword (normalized/stripped):
συνεκδιδωμι
IDX:
31312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31347
Key:
sunekdi/dwmi
Data
{'content': 'συνεκδίδωμι\n fut. -δώσω\n to give out or give up together Plut.\n to help a poor man in portioning out his daughter, Dem.', 'key': 'sunekdi/dwmi'}