Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνεισάγω
συνεισβαίνω
συνεισβάλλω
συνεισέρχομαι
συνεισπίπτω
συνεισπλέω
συνεισπράσσω
συνεισφέρω
συνεκβαίνω
συνεκβάλλω
συνεκβιβάζω
συνεκδημέω
συνέκδημος
συνεκδίδωμι
συνεκδύομαι
συνεκθνῄσκω
συνεκκαίδεκα
συνεκκαίω
συνεκκλέπτω
συνεκκλησιάζω
συνεκκομίζω
View word page
συνεκβιβάζω
συνεκβιβάζω fut. -βιβῶ Causal of συνεκβαίνω to help in bringing out, Xen.
ShortDef
to help in bringing out
Debugging
Headword:
συνεκβιβάζω
Headword (normalized):
συνεκβιβάζω
Headword (normalized/stripped):
συνεκβιβαζω
IDX:
31309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31344
Key:
sunekbiba/zw
Data
{'content': 'συνεκβιβάζω\n fut. -βιβῶ\n Causal of συνεκβαίνω\n to help in bringing out, Xen.', 'key': 'sunekbiba/zw'}