Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνείργνυμι
συνείρω
συνεισάγω
συνεισβαίνω
συνεισβάλλω
συνεισέρχομαι
συνεισπίπτω
συνεισπλέω
συνεισπράσσω
συνεισφέρω
συνεκβαίνω
συνεκβάλλω
συνεκβιβάζω
συνεκδημέω
συνέκδημος
συνεκδίδωμι
συνεκδύομαι
συνεκθνῄσκω
συνεκκαίδεκα
συνεκκαίω
συνεκκλέπτω
View word page
συνεκβαίνω
συνεκβαίνω fut. -βήσομαι to go out together, Xen.
ShortDef
to go out together
Debugging
Headword:
συνεκβαίνω
Headword (normalized):
συνεκβαίνω
Headword (normalized/stripped):
συνεκβαινω
IDX:
31307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31342
Key:
sunekbai/nw
Data
{'content': 'συνεκβαίνω\n fut. -βήσομαι\n to go out together, Xen.', 'key': 'sunekbai/nw'}