Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σύνειμι
συνεῖπον
συνείργνυμι
συνείρω
συνεισάγω
συνεισβαίνω
συνεισβάλλω
συνεισέρχομαι
συνεισπίπτω
συνεισπλέω
συνεισπράσσω
συνεισφέρω
συνεκβαίνω
συνεκβάλλω
συνεκβιβάζω
συνεκδημέω
συνέκδημος
συνεκδίδωμι
συνεκδύομαι
συνεκθνῄσκω
συνεκκαίδεκα
View word page
συνεισπράσσω
συνεισπράσσω Attic -ττω fut. ξω to help one (τινί) in exacting money from another (τινά) , Dem.

ShortDef

to help

Debugging

Headword:
συνεισπράσσω
Headword (normalized):
συνεισπράσσω
Headword (normalized/stripped):
συνεισπρασσω
IDX:
31305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31340
Key:
suneispra/ssw

Data

{'content': 'συνεισπράσσω\n Attic -ττω\n fut. ξω\n to help one (τινί) in exacting money from another (τινά) , Dem.', 'key': 'suneispra/ssw'}