Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σύνειμι
σύνειμι
συνεῖπον
συνείργνυμι
συνείρω
συνεισάγω
συνεισβαίνω
συνεισβάλλω
συνεισέρχομαι
συνεισπίπτω
συνεισπλέω
συνεισπράσσω
συνεισφέρω
συνεκβαίνω
συνεκβάλλω
συνεκβιβάζω
συνεκδημέω
συνέκδημος
συνεκδίδωμι
συνεκδύομαι
συνεκθνῄσκω
View word page
συνεισπλέω
συνεισπλέω fut. -πλεύσομαι to sail into together, Xen.
ShortDef
to sail into together
Debugging
Headword:
συνεισπλέω
Headword (normalized):
συνεισπλέω
Headword (normalized/stripped):
συνεισπλεω
IDX:
31304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31339
Key:
suneisple/w
Data
{'content': 'συνεισπλέω\n fut. -πλεύσομαι\n to sail into together, Xen.', 'key': 'suneisple/w'}