Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνεθιστέος
συνείδησις
συνειλέω
σύνειμι
σύνειμι
συνεῖπον
συνείργνυμι
συνείρω
συνεισάγω
συνεισβαίνω
συνεισβάλλω
συνεισέρχομαι
συνεισπίπτω
συνεισπλέω
συνεισπράσσω
συνεισφέρω
συνεκβαίνω
συνεκβάλλω
συνεκβιβάζω
συνεκδημέω
συνέκδημος
View word page
συνεισβάλλω
συνεισβάλλω fut. -βαλῶ intr. to make an inroad into a country together, join in an inroad, Hdt., Thuc.
ShortDef
to make an inroad into with
Debugging
Headword:
συνεισβάλλω
Headword (normalized):
συνεισβάλλω
Headword (normalized/stripped):
συνεισβαλλω
IDX:
31301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31336
Key:
suneisba/llw
Data
{'content': 'συνεισβάλλω\n fut. -βαλῶ\n intr. to make an inroad into a country together, join in an inroad, Hdt., Thuc.', 'key': 'suneisba/llw'}