Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνεθίζω
συνεθιστέος
συνείδησις
συνειλέω
σύνειμι
σύνειμι
συνεῖπον
συνείργνυμι
συνείρω
συνεισάγω
συνεισβαίνω
συνεισβάλλω
συνεισέρχομαι
συνεισπίπτω
συνεισπλέω
συνεισπράσσω
συνεισφέρω
συνεκβαίνω
συνεκβάλλω
συνεκβιβάζω
συνεκδημέω
View word page
συνεισβαίνω
συνεισβαίνω fut. -βήσομαι to embark in a ship with others, σ. πλοῖον ναύταισι Aesch.; σ. ταὐτὸν σκάφος Eur.

ShortDef

to embark in

Debugging

Headword:
συνεισβαίνω
Headword (normalized):
συνεισβαίνω
Headword (normalized/stripped):
συνεισβαινω
IDX:
31300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31335
Key:
suneisbai/nw

Data

{'content': 'συνεισβαίνω\n fut. -βήσομαι\n to embark in a ship with others, σ. πλοῖον ναύταισι Aesch.; σ. ταὐτὸν σκάφος Eur.', 'key': 'suneisbai/nw'}