Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνεθέλω
συνεθίζω
συνεθιστέος
συνείδησις
συνειλέω
σύνειμι
σύνειμι
συνεῖπον
συνείργνυμι
συνείρω
συνεισάγω
συνεισβαίνω
συνεισβάλλω
συνεισέρχομαι
συνεισπίπτω
συνεισπλέω
συνεισπράσσω
συνεισφέρω
συνεκβαίνω
συνεκβάλλω
συνεκβιβάζω
View word page
συνεισάγω
συνεισάγω fut. ξω to bring in together, Xen.
ShortDef
to bring in together
Debugging
Headword:
συνεισάγω
Headword (normalized):
συνεισάγω
Headword (normalized/stripped):
συνεισαγω
IDX:
31299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31334
Key:
suneisa/gw
Data
{'content': 'συνεισάγω\n fut. ξω\n to bring in together, Xen.', 'key': 'suneisa/gw'}