Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνεδρεία
συνεδρεύω
συνεδρία
συνέδριον
σύνεδρος
συνεείκοσι
συνεθέλω
συνεθίζω
συνεθιστέος
συνείδησις
συνειλέω
σύνειμι
σύνειμι
συνεῖπον
συνείργνυμι
συνείρω
συνεισάγω
συνεισβαίνω
συνεισβάλλω
συνεισέρχομαι
συνεισπίπτω
View word page
συνειλέω
συνειλέω fut. ήσω to crowd together, Hdt.; of things, to bind tight together, Hdt.:—Pass. to be crowded or pressed together, Xen., etc.

ShortDef

to crowd together

Debugging

Headword:
συνειλέω
Headword (normalized):
συνειλέω
Headword (normalized/stripped):
συνειλεω
IDX:
31293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31328
Key:
suneile/w

Data

{'content': 'συνειλέω\n fut. ήσω\n to crowd together, Hdt.; of things, to bind tight together, Hdt.:—Pass. to be crowded or pressed together, Xen., etc.', 'key': 'suneile/w'}