Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σύνεγγυς
συνεγείρω
συνεδρεία
συνεδρεύω
συνεδρία
συνέδριον
σύνεδρος
συνεείκοσι
συνεθέλω
συνεθίζω
συνεθιστέος
συνείδησις
συνειλέω
σύνειμι
σύνειμι
συνεῖπον
συνείργνυμι
συνείρω
συνεισάγω
συνεισβαίνω
συνεισβάλλω
View word page
συνεθιστέος
συνεθιστέος from συνεθίζω συνεθιστέος, ον, verb. adj. one must accustom oneself, Plat.

ShortDef

one must accustom oneself

Debugging

Headword:
συνεθιστέος
Headword (normalized):
συνεθιστέος
Headword (normalized/stripped):
συνεθιστεος
IDX:
31291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31326
Key:
suneqiste/os

Data

{'content': 'συνεθιστέος\n from συνεθίζω\n συνεθιστέος, ον,\n verb. adj.\n one must accustom oneself, Plat.', 'key': 'suneqiste/os'}