Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνεγγυάω
σύνεγγυς
συνεγείρω
συνεδρεία
συνεδρεύω
συνεδρία
συνέδριον
σύνεδρος
συνεείκοσι
συνεθέλω
συνεθίζω
συνεθιστέος
συνείδησις
συνειλέω
σύνειμι
σύνειμι
συνεῖπον
συνείργνυμι
συνείρω
συνεισάγω
συνεισβαίνω
View word page
συνεθίζω
συνεθίζω fut. Attic ιῶ to accustom, σ. τινὰ ποιεῖν τι to accustom him to do . . , Dem., Aeschin.:—Pass. to become used or habituated, and in aor1 and perf. to have become so, be so, Thuc., Plat.; c. inf., συνειθίσθην ποιεῖν τι Xen.:—also impers., συνειθισμένον ἦν it had become the custom, Lys.

ShortDef

to accustom

Debugging

Headword:
συνεθίζω
Headword (normalized):
συνεθίζω
Headword (normalized/stripped):
συνεθιζω
IDX:
31290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31325
Key:
suneqi/zw

Data

{'content': 'συνεθίζω\n fut. Attic ιῶ\n to accustom, σ. τινὰ ποιεῖν τι to accustom him to do . . , Dem., Aeschin.:—Pass. to become used or habituated, and in aor1 and perf. to have become so, be so, Thuc., Plat.; c. inf., συνειθίσθην ποιεῖν τι Xen.:—also impers., συνειθισμένον ἦν it had become the custom, Lys.', 'key': 'suneqi/zw'}