Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνδώδεκα
συνεγγίζω
συνεγγισμός
συνεγγυάω
σύνεγγυς
συνεγείρω
συνεδρεία
συνεδρεύω
συνεδρία
συνέδριον
σύνεδρος
συνεείκοσι
συνεθέλω
συνεθίζω
συνεθιστέος
συνείδησις
συνειλέω
σύνειμι
σύνειμι
συνεῖπον
συνείργνυμι
View word page
σύνεδρος
σύνεδρος σύν-εδρος, ον, ἕδρα sitting with in council, of persons, Hdt.; ἐκ ξυνέδρου καὶ τυραννικοῦ κύκλου, ἐκ κύκλου τῶν συνεδρευόντων τυράννων, Soph. as Subst. one who sits with others, a councillor, Soph.; σύνεδροι select commissioners, Thuc., etc.

ShortDef

sitting with in council

Debugging

Headword:
σύνεδρος
Headword (normalized):
σύνεδρος
Headword (normalized/stripped):
συνεδρος
IDX:
31287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31322
Key:
su/nedros

Data

{'content': 'σύνεδρος\n σύν-εδρος, ον,\n ἕδρα\n sitting with in council, of persons, Hdt.; ἐκ ξυνέδρου καὶ τυραννικοῦ κύκλου, ἐκ κύκλου τῶν συνεδρευόντων τυράννων, Soph.\n as Subst. one who sits with others, a councillor, Soph.; σύνεδροι select commissioners, Thuc., etc.', 'key': 'su/nedros'}