Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνδυαστικός
σύνδυο
συνδυστυχέω
συνδώδεκα
συνεγγίζω
συνεγγισμός
συνεγγυάω
σύνεγγυς
συνεγείρω
συνεδρεία
συνεδρεύω
συνεδρία
συνέδριον
σύνεδρος
συνεείκοσι
συνεθέλω
συνεθίζω
συνεθιστέος
συνείδησις
συνειλέω
σύνειμι
View word page
συνεδρεύω
συνεδρεύω fut. σω σύνεδρος to sit together, sit in council, Aeschin.; οἱ συνεδρεύοντες members of council, Dem. to hold a council, deliberate, Dem.
ShortDef
to sit together, sit in council
Debugging
Headword:
συνεδρεύω
Headword (normalized):
συνεδρεύω
Headword (normalized/stripped):
συνεδρευω
IDX:
31284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31319
Key:
sunedreu/w
Data
{'content': 'συνεδρεύω\n fut. σω\n σύνεδρος\n to sit together, sit in council, Aeschin.; οἱ συνεδρεύοντες members of council, Dem.\n to hold a council, deliberate, Dem.', 'key': 'sunedreu/w'}