Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνδοξάζω
συνδουλεύω
σύνδουλος
συνδράω
συνδρομάς
συνδρομή
σύνδρομος
συνδυάζω
συνδυασμός
συνδυάς
συνδυαστικός
σύνδυο
συνδυστυχέω
συνδώδεκα
συνεγγίζω
συνεγγισμός
συνεγγυάω
σύνεγγυς
συνεγείρω
συνεδρεία
συνεδρεύω
View word page
συνδυαστικός
συνδυαστικός συνδυαστικός, ή, όν disposed to live in pairs, Arist.

ShortDef

disposed to live in pairs

Debugging

Headword:
συνδυαστικός
Headword (normalized):
συνδυαστικός
Headword (normalized/stripped):
συνδυαστικος
IDX:
31274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31309
Key:
sunduastiko/s

Data

{'content': 'συνδυαστικός\n συνδυαστικός, ή, όν\n disposed to live in pairs, Arist.', 'key': 'sunduastiko/s'}