Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνδοκιμάζω
συνδοξάζω
συνδουλεύω
σύνδουλος
συνδράω
συνδρομάς
συνδρομή
σύνδρομος
συνδυάζω
συνδυασμός
συνδυάς
συνδυαστικός
σύνδυο
συνδυστυχέω
συνδώδεκα
συνεγγίζω
συνεγγισμός
συνεγγυάω
σύνεγγυς
συνεγείρω
συνεδρεία
View word page
συνδυάς
συνδυάς συν-δυάς, άδος, δύο paired, σ. ἄλοχος oneʼs wedded wife, Eur.
ShortDef
paired
Debugging
Headword:
συνδυάς
Headword (normalized):
συνδυάς
Headword (normalized/stripped):
συνδυας
IDX:
31273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31308
Key:
sundua/s
Data
{'content': 'συνδυάς\n συν-δυάς, άδος,\n δύο\n paired, σ. ἄλοχος oneʼs wedded wife, Eur.', 'key': 'sundua/s'}