Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνδοκέω
συνδοκιμάζω
συνδοξάζω
συνδουλεύω
σύνδουλος
συνδράω
συνδρομάς
συνδρομή
σύνδρομος
συνδυάζω
συνδυασμός
συνδυάς
συνδυαστικός
σύνδυο
συνδυστυχέω
συνδώδεκα
συνεγγίζω
συνεγγισμός
συνεγγυάω
σύνεγγυς
συνεγείρω
View word page
συνδυασμός
συνδυασμός συνδυασμός, οῦ, ὁ, συνδυάζομαι a being taken two together, Arist. a coupling, pairing, Arist.
ShortDef
a being taken two together
Debugging
Headword:
συνδυασμός
Headword (normalized):
συνδυασμός
Headword (normalized/stripped):
συνδυασμος
IDX:
31272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31307
Key:
sunduasmo/s
Data
{'content': 'συνδυασμός\n συνδυασμός, οῦ, ὁ,\n συνδυάζομαι\n a being taken two together, Arist.\n a coupling, pairing, Arist.', 'key': 'sunduasmo/s'}