Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνδισκεύω
συνδιώκω
συνδοκέω
συνδοκιμάζω
συνδοξάζω
συνδουλεύω
σύνδουλος
συνδράω
συνδρομάς
συνδρομή
σύνδρομος
συνδυάζω
συνδυασμός
συνδυάς
συνδυαστικός
σύνδυο
συνδυστυχέω
συνδώδεκα
συνεγγίζω
συνεγγισμός
συνεγγυάω
View word page
σύνδρομος
σύνδρομος σύν-δρομος, ον, running together, meeting, σ. πέτραι, = συνδρομάδες, Pind. as Subst. a place where several roads meet, Strab. running along with, close-following, Anth.:—adv. συνδρόμως Aesch.

ShortDef

running together, meeting

Debugging

Headword:
σύνδρομος
Headword (normalized):
σύνδρομος
Headword (normalized/stripped):
συνδρομος
IDX:
31270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31305
Key:
su/ndromos

Data

{'content': 'σύνδρομος\n σύν-δρομος, ον,\n running together, meeting, σ. πέτραι, = συνδρομάδες, Pind.\n as Subst. a place where several roads meet, Strab.\n running along with, close-following, Anth.:—adv. συνδρόμως Aesch.', 'key': 'su/ndromos'}