Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνδιορίζομαι
συνδισκεύω
συνδιώκω
συνδοκέω
συνδοκιμάζω
συνδοξάζω
συνδουλεύω
σύνδουλος
συνδράω
συνδρομάς
συνδρομή
σύνδρομος
συνδυάζω
συνδυασμός
συνδυάς
συνδυαστικός
σύνδυο
συνδυστυχέω
συνδώδεκα
συνεγγίζω
συνεγγισμός
View word page
συνδρομή
συνδρομή συν-δρομή, ἡ, δρόμος a tumultuous concourse of people, ap. Arist. of things, ἡ σ. τοῦ λόγου its conclusion, moral, Anth.

ShortDef

a tumultuous concourse

Debugging

Headword:
συνδρομή
Headword (normalized):
συνδρομή
Headword (normalized/stripped):
συνδρομη
IDX:
31269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31304
Key:
sundromh/

Data

{'content': 'συνδρομή\n συν-δρομή, ἡ,\n δρόμος\n a tumultuous concourse of people, ap. Arist.\n of things, ἡ σ. τοῦ λόγου its conclusion, moral, Anth.', 'key': 'sundromh/'}