συνδρομάς
συνδρομάς
συνδρομάς, άδος,
fem. of σύνδρομος
αἱ σ. πέτραι, συμπληγάδες, Eur.; σ. Κυάνεαι Theocr.
{
"content": "συνδρομάς\n συνδρομάς, άδος,\n fem. of σύνδρομος\n αἱ σ. πέτραι, συμπληγάδες, Eur.; σ. Κυάνεαι Theocr.",
"key": "sundroma/s"
}