Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνδιοράω
συνδιορίζομαι
συνδισκεύω
συνδιώκω
συνδοκέω
συνδοκιμάζω
συνδοξάζω
συνδουλεύω
σύνδουλος
συνδράω
συνδρομάς
συνδρομή
σύνδρομος
συνδυάζω
συνδυασμός
συνδυάς
συνδυαστικός
σύνδυο
συνδυστυχέω
συνδώδεκα
συνεγγίζω
View word page
συνδρομάς
συνδρομάς συνδρομάς, άδος, fem. of σύνδρομος αἱ σ. πέτραι, συμπληγάδες, Eur.; σ. Κυάνεαι Theocr.
ShortDef
clashing together
Debugging
Headword:
συνδρομάς
Headword (normalized):
συνδρομάς
Headword (normalized/stripped):
συνδρομας
IDX:
31268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31303
Key:
sundroma/s
Data
{'content': 'συνδρομάς\n συνδρομάς, άδος,\n fem. of σύνδρομος\n αἱ σ. πέτραι, συμπληγάδες, Eur.; σ. Κυάνεαι Theocr.', 'key': 'sundroma/s'}