Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνδιοικέω
συνδιοράω
συνδιορίζομαι
συνδισκεύω
συνδιώκω
συνδοκέω
συνδοκιμάζω
συνδοξάζω
συνδουλεύω
σύνδουλος
συνδράω
συνδρομάς
συνδρομή
σύνδρομος
συνδυάζω
συνδυασμός
συνδυάς
συνδυαστικός
σύνδυο
συνδυστυχέω
συνδώδεκα
View word page
συνδράω
συνδράω fut. άσω to do together, help in doing, Soph., Thuc.; σ. τί τινι Eur.; ξ. αἷμα καὶ φόνον to help in bloodshed and murder, Eur.; τὸ συνδρῶν χρέος the joint necessity, Eur.

ShortDef

to do together, help in doing

Debugging

Headword:
συνδράω
Headword (normalized):
συνδράω
Headword (normalized/stripped):
συνδραω
IDX:
31267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31302
Key:
sundra/w

Data

{'content': 'συνδράω\n fut. άσω\n to do together, help in doing, Soph., Thuc.; σ. τί τινι Eur.; ξ. αἷμα καὶ φόνον to help in bloodshed and murder, Eur.; τὸ συνδρῶν χρέος the joint necessity, Eur.', 'key': 'sundra/w'}