Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνδικέω
σύνδικος
συνδιοικέω
συνδιοράω
συνδιορίζομαι
συνδισκεύω
συνδιώκω
συνδοκέω
συνδοκιμάζω
συνδοξάζω
συνδουλεύω
σύνδουλος
συνδράω
συνδρομάς
συνδρομή
σύνδρομος
συνδυάζω
συνδυασμός
συνδυάς
συνδυαστικός
σύνδυο
View word page
συνδουλεύω
συνδουλεύω fut. σω to be a fellow-slave with, τινί Eur.
ShortDef
to be a fellow-slave with
Debugging
Headword:
συνδουλεύω
Headword (normalized):
συνδουλεύω
Headword (normalized/stripped):
συνδουλευω
IDX:
31265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31300
Key:
sundouleu/w
Data
{'content': 'συνδουλεύω\n fut. σω\n to be a fellow-slave with, τινί Eur.', 'key': 'sundouleu/w'}