Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄγυια
ἀγυιᾶτις
Ἀγυιεύς
ἀγυμνασία
ἀγύμναστος
ἄγυρις
ἀγυρμός
ἀγυρτάζω
ἀγύρτης
ἀγυρτικός
ἀγχέμαχος
ἀγχίαλος
ἀγχιβαθής
ἀγχιγείτων
ἀγχίθεος
ἀγχίθυρος
ἀγχίμολος
ἀγχινεφής
ἀγχίνοια
ἀγχίνοος
ἄγχι
View word page
ἀγχέμαχος
ἀγχέμαχος ἄγχι, μάχομαι fighting hand to hand, Il., Hes.; τὰ ἀγχ. ὅπλα arms for close fight, Xen.
ShortDef
fighting hand to hand
Debugging
Headword:
ἀγχέμαχος
Headword (normalized):
ἀγχέμαχος
Headword (normalized/stripped):
αγχεμαχος
IDX:
313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n313
Key:
a)gxe/maxos
Data
{'content': 'ἀγχέμαχος\n ἄγχι, μάχομαι\n fighting hand to hand, Il., Hes.; τὰ ἀγχ. ὅπλα arms for close fight, Xen.', 'key': 'a)gxe/maxos'}