Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνδικαστής
συνδικέω
σύνδικος
συνδιοικέω
συνδιοράω
συνδιορίζομαι
συνδισκεύω
συνδιώκω
συνδοκέω
συνδοκιμάζω
συνδοξάζω
συνδουλεύω
σύνδουλος
συνδράω
συνδρομάς
συνδρομή
σύνδρομος
συνδυάζω
συνδυασμός
συνδυάς
συνδυαστικός
View word page
συνδοξάζω
συνδοξάζω fut. σω to join in approving, Arist. to agree with, τῷ σώματι Porph. in Stob. Pass. to be glorified together, NTest.
ShortDef
to join in approving
Debugging
Headword:
συνδοξάζω
Headword (normalized):
συνδοξάζω
Headword (normalized/stripped):
συνδοξαζω
IDX:
31264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31299
Key:
sundoca/zw
Data
{'content': 'συνδοξάζω\n fut. σω\n to join in approving, Arist.\n to agree with, τῷ σώματι Porph. in Stob.\n Pass. to be glorified together, NTest.', 'key': 'sundoca/zw'}