Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνδικάζω
συνδικαστής
συνδικέω
σύνδικος
συνδιοικέω
συνδιοράω
συνδιορίζομαι
συνδισκεύω
συνδιώκω
συνδοκέω
συνδοκιμάζω
συνδοξάζω
συνδουλεύω
σύνδουλος
συνδράω
συνδρομάς
συνδρομή
σύνδρομος
συνδυάζω
συνδυασμός
συνδυάς
View word page
συνδοκιμάζω
συνδοκιμάζω fut. σω to examine together, Isocr.

ShortDef

to examine together

Debugging

Headword:
συνδοκιμάζω
Headword (normalized):
συνδοκιμάζω
Headword (normalized/stripped):
συνδοκιμαζω
IDX:
31263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31298
Key:
sundokima/zw

Data

{'content': 'συνδοκιμάζω\n fut. σω\n to examine together, Isocr.', 'key': 'sundokima/zw'}