Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνδιαφθείρω
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
συνδιεκπίπτω
συνδιέξειμι
συνδιημερεύω
συνδικάζω
συνδικαστής
συνδικέω
σύνδικος
συνδιοικέω
συνδιοράω
συνδιορίζομαι
συνδισκεύω
συνδιώκω
συνδοκέω
συνδοκιμάζω
συνδοξάζω
συνδουλεύω
σύνδουλος
συνδράω
View word page
συνδιοικέω
συνδιοικέω fut. ήσω to administer together with another, c. dat., Dem.
ShortDef
to administer together with
Debugging
Headword:
συνδιοικέω
Headword (normalized):
συνδιοικέω
Headword (normalized/stripped):
συνδιοικεω
IDX:
31257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31292
Key:
sundioike/w
Data
{'content': 'συνδιοικέω\n fut. ήσω\n to administer together with another, c. dat., Dem.', 'key': 'sundioike/w'}