Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνδιατελέω
συνδιατηρέω
συνδιατρίβω
συνδιαφέρω
συνδιαφθείρω
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
συνδιεκπίπτω
συνδιέξειμι
συνδιημερεύω
συνδικάζω
συνδικαστής
συνδικέω
σύνδικος
συνδιοικέω
συνδιοράω
συνδιορίζομαι
συνδισκεύω
συνδιώκω
συνδοκέω
συνδοκιμάζω
View word page
συνδικάζω
συνδικάζω fut. άσω to be assessor to a judge, Lys.

ShortDef

to be assessor to a judge

Debugging

Headword:
συνδικάζω
Headword (normalized):
συνδικάζω
Headword (normalized/stripped):
συνδικαζω
IDX:
31253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31288
Key:
sundika/zw

Data

{'content': 'συνδικάζω\n fut. άσω\n to be assessor to a judge, Lys.', 'key': 'sundika/zw'}