Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνδιαταλαιπωρέω
συνδιατελέω
συνδιατηρέω
συνδιατρίβω
συνδιαφέρω
συνδιαφθείρω
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
συνδιεκπίπτω
συνδιέξειμι
συνδιημερεύω
συνδικάζω
συνδικαστής
συνδικέω
σύνδικος
συνδιοικέω
συνδιοράω
συνδιορίζομαι
συνδισκεύω
συνδιώκω
συνδοκέω
View word page
συνδιημερεύω
συνδιημερεύω fut. σω to spend the day with, τινί Xen.
ShortDef
to spend the day with
Debugging
Headword:
συνδιημερεύω
Headword (normalized):
συνδιημερεύω
Headword (normalized/stripped):
συνδιημερευω
IDX:
31252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31287
Key:
sundihmereu/w
Data
{'content': 'συνδιημερεύω\n fut. σω\n to spend the day with, τινί Xen.', 'key': 'sundihmereu/w'}