Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνδιαστρέφω
συνδιασῴζω
συνδιαταλαιπωρέω
συνδιατελέω
συνδιατηρέω
συνδιατρίβω
συνδιαφέρω
συνδιαφθείρω
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
συνδιεκπίπτω
συνδιέξειμι
συνδιημερεύω
συνδικάζω
συνδικαστής
συνδικέω
σύνδικος
συνδιοικέω
συνδιοράω
συνδιορίζομαι
συνδισκεύω
View word page
συνδιεκπίπτω
συνδιεκπίπτω fut. -πεσοῦμαι to rush out through together, Plut.

ShortDef

to rush out through together

Debugging

Headword:
συνδιεκπίπτω
Headword (normalized):
συνδιεκπίπτω
Headword (normalized/stripped):
συνδιεκπιπτω
IDX:
31250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31285
Key:
sundiekpi/ptw

Data

{'content': 'συνδιεκπίπτω\n fut. -πεσοῦμαι\n to rush out through together, Plut.', 'key': 'sundiekpi/ptw'}