Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνδιασκοπέω
συνδιαστρέφω
συνδιασῴζω
συνδιαταλαιπωρέω
συνδιατελέω
συνδιατηρέω
συνδιατρίβω
συνδιαφέρω
συνδιαφθείρω
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
συνδιεκπίπτω
συνδιέξειμι
συνδιημερεύω
συνδικάζω
συνδικαστής
συνδικέω
σύνδικος
συνδιοικέω
συνδιοράω
συνδιορίζομαι
View word page
συνδιαχειρίζω
συνδιαχειρίζω fut. σω to assist in accomplishing, Hdt.
ShortDef
to assist in accomplishing
Debugging
Headword:
συνδιαχειρίζω
Headword (normalized):
συνδιαχειρίζω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαχειριζω
IDX:
31249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31284
Key:
sundiaxeiri/zw
Data
{'content': 'συνδιαχειρίζω\n fut. σω\n to assist in accomplishing, Hdt.', 'key': 'sundiaxeiri/zw'}