Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνδιαπράσσω
συνδιασκοπέω
συνδιαστρέφω
συνδιασῴζω
συνδιαταλαιπωρέω
συνδιατελέω
συνδιατηρέω
συνδιατρίβω
συνδιαφέρω
συνδιαφθείρω
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
συνδιεκπίπτω
συνδιέξειμι
συνδιημερεύω
συνδικάζω
συνδικαστής
συνδικέω
σύνδικος
συνδιοικέω
συνδιοράω
View word page
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειμάζω fut. σω to be in winter quarters along with or together, Plut.
ShortDef
to be in winter quarters along with
Debugging
Headword:
συνδιαχειμάζω
Headword (normalized):
συνδιαχειμάζω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαχειμαζω
IDX:
31248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31283
Key:
sundiaxeima/zw
Data
{'content': 'συνδιαχειμάζω\n fut. σω\n to be in winter quarters along with or together, Plut.', 'key': 'sundiaxeima/zw'}