Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνδιανοέομαι
συνδιαπλέω
συνδιαπολεμέω
συνδιαπορέω
συνδιαπράσσω
συνδιασκοπέω
συνδιαστρέφω
συνδιασῴζω
συνδιαταλαιπωρέω
συνδιατελέω
συνδιατηρέω
συνδιατρίβω
συνδιαφέρω
συνδιαφθείρω
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
συνδιεκπίπτω
συνδιέξειμι
συνδιημερεύω
συνδικάζω
συνδικαστής
View word page
συνδιατηρέω
συνδιατηρέω fut. ήσω to assist in maintaining, Polyb.

ShortDef

to assist in maintaining

Debugging

Headword:
συνδιατηρέω
Headword (normalized):
συνδιατηρέω
Headword (normalized/stripped):
συνδιατηρεω
IDX:
31244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31279
Key:
sundiathre/w

Data

{'content': 'συνδιατηρέω\n fut. ήσω\n to assist in maintaining, Polyb.', 'key': 'sundiathre/w'}