Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνδιαμνημονεύω
συνδιανεύω
συνδιανοέομαι
συνδιαπλέω
συνδιαπολεμέω
συνδιαπορέω
συνδιαπράσσω
συνδιασκοπέω
συνδιαστρέφω
συνδιασῴζω
συνδιαταλαιπωρέω
συνδιατελέω
συνδιατηρέω
συνδιατρίβω
συνδιαφέρω
συνδιαφθείρω
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
συνδιεκπίπτω
συνδιέξειμι
συνδιημερεύω
View word page
συνδιαταλαιπωρέω
συνδιαταλαιπωρέω fut. ήσω to endure hardship with or together, Plat.

ShortDef

to endure hardship with

Debugging

Headword:
συνδιαταλαιπωρέω
Headword (normalized):
συνδιαταλαιπωρέω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαταλαιπωρεω
IDX:
31242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31277
Key:
sundiatalaipwre/w

Data

{'content': 'συνδιαταλαιπωρέω\n fut. ήσω\n to endure hardship with or together, Plat.', 'key': 'sundiatalaipwre/w'}