Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνδιαλύω
συνδιαμένω
συνδιαμνημονεύω
συνδιανεύω
συνδιανοέομαι
συνδιαπλέω
συνδιαπολεμέω
συνδιαπορέω
συνδιαπράσσω
συνδιασκοπέω
συνδιαστρέφω
συνδιασῴζω
συνδιαταλαιπωρέω
συνδιατελέω
συνδιατηρέω
συνδιατρίβω
συνδιαφέρω
συνδιαφθείρω
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
συνδιεκπίπτω
View word page
συνδιαστρέφω
συνδιαστρέφω fut. ψω to distort together:—Pass. to be twisted together with, τινί Plut.
ShortDef
to distort together
Debugging
Headword:
συνδιαστρέφω
Headword (normalized):
συνδιαστρέφω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαστρεφω
IDX:
31240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31275
Key:
sundiastre/fw
Data
{'content': 'συνδιαστρέφω\n fut. ψω\n to distort together:—Pass. to be twisted together with, τινί Plut.', 'key': 'sundiastre/fw'}