Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνδιαλλάσσω
συνδιαλύω
συνδιαμένω
συνδιαμνημονεύω
συνδιανεύω
συνδιανοέομαι
συνδιαπλέω
συνδιαπολεμέω
συνδιαπορέω
συνδιαπράσσω
συνδιασκοπέω
συνδιαστρέφω
συνδιασῴζω
συνδιαταλαιπωρέω
συνδιατελέω
συνδιατηρέω
συνδιατρίβω
συνδιαφέρω
συνδιαφθείρω
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
View word page
συνδιασκοπέω
συνδιασκοπέω fut. -σκέψομαι to look through or examine along with, τί τινι or μετά τινος Plat.:—so in pres. mid., Plat.

ShortDef

to look through, examine together with

Debugging

Headword:
συνδιασκοπέω
Headword (normalized):
συνδιασκοπέω
Headword (normalized/stripped):
συνδιασκοπεω
IDX:
31239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31274
Key:
sundiaskope/w

Data

{'content': 'συνδιασκοπέω\n fut. -σκέψομαι\n to look through or examine along with, τί τινι or μετά τινος Plat.:—so in pres. mid., Plat.', 'key': 'sundiaskope/w'}