Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνδιάκτορος
συνδιαλλάσσω
συνδιαλύω
συνδιαμένω
συνδιαμνημονεύω
συνδιανεύω
συνδιανοέομαι
συνδιαπλέω
συνδιαπολεμέω
συνδιαπορέω
συνδιαπράσσω
συνδιασκοπέω
συνδιαστρέφω
συνδιασῴζω
συνδιαταλαιπωρέω
συνδιατελέω
συνδιατηρέω
συνδιατρίβω
συνδιαφέρω
συνδιαφθείρω
συνδιαχειμάζω
View word page
συνδιαπράσσω
συνδιαπράσσω Attic -ττω fut. ξω to accomplish together, or besides, Isocr., Luc., etc. Mid. to negotiate at the same time, Xen.
ShortDef
to accomplish together
Debugging
Headword:
συνδιαπράσσω
Headword (normalized):
συνδιαπράσσω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαπρασσω
IDX:
31238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31273
Key:
sundiapra/ssw
Data
{'content': 'συνδιαπράσσω\n Attic -ττω\n fut. ξω\n to accomplish together, or besides, Isocr., Luc., etc.\n Mid. to negotiate at the same time, Xen.', 'key': 'sundiapra/ssw'}