Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνδιακοσμέω
συνδιάκτορος
συνδιαλλάσσω
συνδιαλύω
συνδιαμένω
συνδιαμνημονεύω
συνδιανεύω
συνδιανοέομαι
συνδιαπλέω
συνδιαπολεμέω
συνδιαπορέω
συνδιαπράσσω
συνδιασκοπέω
συνδιαστρέφω
συνδιασῴζω
συνδιαταλαιπωρέω
συνδιατελέω
συνδιατηρέω
συνδιατρίβω
συνδιαφέρω
συνδιαφθείρω
View word page
συνδιαπορέω
συνδιαπορέω fut. ήσω to start doubts or questions together, Plut.
ShortDef
to start doubts
Debugging
Headword:
συνδιαπορέω
Headword (normalized):
συνδιαπορέω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαπορεω
IDX:
31237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31272
Key:
sundiapore/w
Data
{'content': 'συνδιαπορέω\n fut. ήσω\n to start doubts or questions together, Plut.', 'key': 'sundiapore/w'}