Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνδιακομίζω
συνδιακοσμέω
συνδιάκτορος
συνδιαλλάσσω
συνδιαλύω
συνδιαμένω
συνδιαμνημονεύω
συνδιανεύω
συνδιανοέομαι
συνδιαπλέω
συνδιαπολεμέω
συνδιαπορέω
συνδιαπράσσω
συνδιασκοπέω
συνδιαστρέφω
συνδιασῴζω
συνδιαταλαιπωρέω
συνδιατελέω
συνδιατηρέω
συνδιατρίβω
συνδιαφέρω
View word page
συνδιαπολεμέω
συνδιαπολεμέω fut. ήσω to carry on a war along with, νῆες αἱ ξυνδιαπολεμήσασαι ships which remained with him throughout the war, Thuc.
ShortDef
to carry on a war along with
Debugging
Headword:
συνδιαπολεμέω
Headword (normalized):
συνδιαπολεμέω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαπολεμεω
IDX:
31236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31271
Key:
sundiapoleme/w
Data
{'content': 'συνδιαπολεμέω\n fut. ήσω\n to carry on a war along with, νῆες αἱ ξυνδιαπολεμήσασαι ships which remained with him throughout the war, Thuc.', 'key': 'sundiapoleme/w'}