Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνδιαιτητής
συνδιακινδυνεύω
συνδιακομίζω
συνδιακοσμέω
συνδιάκτορος
συνδιαλλάσσω
συνδιαλύω
συνδιαμένω
συνδιαμνημονεύω
συνδιανεύω
συνδιανοέομαι
συνδιαπλέω
συνδιαπολεμέω
συνδιαπορέω
συνδιαπράσσω
συνδιασκοπέω
συνδιαστρέφω
συνδιασῴζω
συνδιαταλαιπωρέω
συνδιατελέω
συνδιατηρέω
View word page
συνδιανοέομαι
συνδιανοέομαι Dep. to deliberate with, τινι Polyb.

ShortDef

to deliberate with

Debugging

Headword:
συνδιανοέομαι
Headword (normalized):
συνδιανοέομαι
Headword (normalized/stripped):
συνδιανοεομαι
IDX:
31234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31269
Key:
sundianoe/omai

Data

{'content': 'συνδιανοέομαι\n Dep. to deliberate with, τινι Polyb.', 'key': 'sundianoe/omai'}