Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνδιαβάλλω
συνδιαβιβάζω
συνδιαγιγνώσκω
συνδιάγω
συνδιαιτάομαι
συνδιαίτησις
συνδιαιτητής
συνδιακινδυνεύω
συνδιακομίζω
συνδιακοσμέω
συνδιάκτορος
συνδιαλλάσσω
συνδιαλύω
συνδιαμένω
συνδιαμνημονεύω
συνδιανεύω
συνδιανοέομαι
συνδιαπλέω
συνδιαπολεμέω
συνδιαπορέω
συνδιαπράσσω
View word page
συνδιάκτορος
συνδιάκτορος συνδιάκτορος, ὁ, a fellow -διάκτορος, i. e. a mate of Hermes, Luc.

ShortDef

a fellow

Debugging

Headword:
συνδιάκτορος
Headword (normalized):
συνδιάκτορος
Headword (normalized/stripped):
συνδιακτορος
IDX:
31228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31263
Key:
sundia/ktoros

Data

{'content': 'συνδιάκτορος\n συνδιάκτορος, ὁ,\n a fellow -διάκτορος, i. e. a mate of Hermes, Luc.', 'key': 'sundia/ktoros'}