συνδιάκτορος
συνδιάκτορος
συνδιάκτορος, ὁ,
a fellow -διάκτορος, i. e. a mate of Hermes, Luc.
{ "content": "συνδιάκτορος\n συνδιάκτορος, ὁ,\n a fellow -διάκτορος, i. e. a mate of Hermes, Luc.", "key": "sundia/ktoros" }