Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνδημαγωγέω
συνδιαβαίνω
συνδιαβάλλω
συνδιαβιβάζω
συνδιαγιγνώσκω
συνδιάγω
συνδιαιτάομαι
συνδιαίτησις
συνδιαιτητής
συνδιακινδυνεύω
συνδιακομίζω
συνδιακοσμέω
συνδιάκτορος
συνδιαλλάσσω
συνδιαλύω
συνδιαμένω
συνδιαμνημονεύω
συνδιανεύω
συνδιανοέομαι
συνδιαπλέω
συνδιαπολεμέω
View word page
συνδιακομίζω
συνδιακομίζω Mid.Pass. to cross over together, Plut.
ShortDef
assist in bringing over, mid. cross together
Debugging
Headword:
συνδιακομίζω
Headword (normalized):
συνδιακομίζω
Headword (normalized/stripped):
συνδιακομιζω
IDX:
31226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31261
Key:
sundiakomi/zomai
Data
{'content': 'συνδιακομίζω\n Mid.Pass. to cross over together, Plut.', 'key': 'sundiakomi/zomai'}